гипсовый - ορισμός. Τι είναι το гипсовый
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι гипсовый - ορισμός


гипсовый      
Г'ИПСОВЫЙ, гипсовая, гипсовое. прил. к гипс
; из гипса. Гипсовый слепок. Гипсовая повязка.
гипсовый      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: гипс (1), связанный с ним.
2) Свойственный гипсу (1), характерный для него.
3) Изготовленный из гипса (1) или с добавлением гипса.
гипсовая модель      
см. Гипсовый слепок.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για гипсовый
1. Олекминск, Гипсовый рудник, конкурсному управляющему.
2. Тимирязева всеобщему обзору представлен гипсовый бюст героя.
3. В результате двухметровый гипсовый памятник разрушен полностью.
4. Даже гипсовый памятник Иуде (!) умудрились водрузить.
5. Только гипсовый Ленин сидел в горестной задумчивости.
Τι είναι гипсовый - ορισμός